- ὀγκωδεστέρα
- ὀγκωδεστέρᾱ , ὀγκώδηςswellingfem nom/voc/acc comp dualὀγκωδεστέρᾱ , ὀγκώδηςswellingfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀγκωδέστερα — ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek
Γκολντόνι, Κάρλο — (Carlo Goldoni, Βενετία 1707 – Παρίσι 1793). Ιταλός κωμωδιογράφος. Από μικρός έδειξε εξαιρετική αγάπη για το θέατρο και σε ηλικία μόλις 8 ετών έγραψε το πρώτο έργο του για το οικογενειακό θεατράκι. Καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και πήγαινε από … Dictionary of Greek
Γυρτών ή Γυρτώνη — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, η ακριβής θέση της οποίας δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού, ενώ ο Λίβιος την τοποθετούσε μεταξύ της Φάλαννας και της Ελάτειας. Το θέμα απασχόλησε τους… … Dictionary of Greek